29 Απριλίου. Παγκόσμια Ημέρα Χορού. Από τις Συλλογές του Τελλογλείου

Δύο διαφορετικές απεικονίσεις χορού, πιστοποιούν τη στενή σύνδεση των έργων τέχνης με τα εκάστοτε ιστορικά-κοινωνικά συγκείμενα. 
Ο Κόντογλου Φώτης (Παλμάς Π., Palmas P.) (Αϊβαλί Μ. Ασίας 1895 – Αθήνα 1965), παιδί της Μικρασιατικής Καταστροφής, φοίτησε στο Γυμνάσιο των Κυδωνιών. Το 1913 γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, την  οποία εγκατέλειψε το 1915, φεύγοντας για τη Γαλλία, όπου και έγραψε το βιβλίο του Pedro Kazas (1920) με λαϊκά στοιχεία και διηγήσεις από την Ανατολή.  Το 1919 επέστρεψε στο Αϊβαλί. Το 1922 επισκέφθηκε το Άγιον όρος, συγκλονίστηκε από το Ορθόδοξο ασκητικό μοναστικό βίωμα και ήθος και, πλέον, η τέχνη του στρέφεται γύρω από τη θεολογική σημασία της ζωγραφικής στην Ορθόδοξη πνευματική και λειτουργική ζωή. Εκεί μελετούσε και αντέγραφε φορητές εικόνες και τοιχογραφίες κυρίως του 16ου αι., του Θεοφάνη και του Φράγκου Κατελάνου. Στα χρόνια που ακολούθησαν εργάστηκε ως συντηρητής σε διάφορες βυζαντινές εκκλησίες και Μουσεία (Βυζαντινό Μουσείο 1931-32, Μουσείο Καΐρου 1935, Μουσείο Κέρκυρας).Το 1936 δούλεψε ως συντηρητής στον Μυστρά, καθαρίζοντας τις τοιχογραφίες της Περιβλέπτου. Το 1937-40 παρουσίασε το σημαντικότερο κοσμικό τοιχογραφικό έργο του στο Δημαρχείο της Αθήνας. Αγιογράφησε πολλές εκκλησίες, ιστόρησε πολλές εικόνες, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση της νεότερης εκκλησιαστικής ζωγραφικής. Με τη ζωγραφική και τις ιδεολογικές του αναφορές άσκησε καθοριστική επιρροή στη νεοελληνική ζωγραφική και τους καλλιτέχνες της «Γενιάς του ’30». Υπήρξε ο πιο αντιπροσωπευτικός εκφραστής της αισθητικής της ιθαγένειας. Υποστήριξε την ιδεολογική θέση για την «ελληνική ταυτότητα» και «το σεβασμό στη βυζαντινή και λαϊκή τέχνη», την προτίμηση για τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή αγιογραφία, κυρίως της Κρητικής Σχολής. Μαθητές του, μεταξύ άλλων, υπήρξαν ο Τσαρούχης και ο Εγγονόπουλος. Υπέγραφε συχνά τα έργα του με το ψευδώνυμο Palmas. Εικονογράφησε και έγραψε αρκετά βιβλία. Το έργο του παρουσιάστηκε σε ατομικές εκθέσεις (Λύκειον των Ελληνίδων, Αθήνα 1923,1924,1927 κ.α.) όπως και σε ομαδικές (Μυτιλήνη 1923, Βόλος 1926, Μπιενάλε Βενετίας 1934, Πανελλήνια Αθήνα 1938, 1948, 1957, Μπιενάλε Αλεξάνδρειας 1957 κ.α.). Μεταθανάτιες αναδρομικές: Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Σούτζου 1978, Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων 1983, Μακεδονικό Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης 1986, Ίδρυμα Ελληνικού Πολιτισμού, Ν. Υόρκη, Λονδίνο 1997). Έλαβε σημαντικές διακρίσεις (Βραβείο και Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών της Ακαδημίας Αθηνών,  Ταξιάρχη του Φοίνικα). Στο Τελλόγλειο ανήκουν έξι έργα του Φώτη Κόντογλου.
Το έργο της Συλλογής (Χορευτής 1925,  Σχέδιο με μελάνι και μολύβι σε χαρτί επικολλημένο σε χαρτόνι, 24,5×18,5 εκ. Τ.Ι.Τ. 1999.503)  αποδίδει στιβαρό μυστακοφόρο χορευτή με παραδοσιακή στολή και έντονη κίνηση των χεριών και ποδιών του. Γνωρίσματα της ζωγραφικής του το λαϊκό ύφος, η επιπεδότητα, τα αυστηρά περιγράμματα, η σχηματοποίηση, η αφαιρετικότητα, ο χρωματικός ασκητισμός, η μουντή μονοχρωμία, στο πνεύμα των αρχών που ο  ίδιος κήρυσσε, την επιστροφή στις αξίες του εθνικού παρελθόντος, τη βαθιά γνωριμία με το γνήσια ελληνικό πνεύμα, την ανάδειξη της εθνικής ταυτότητας.
 
Ο Edgar  Degas (Edgar Germain Hilaire Degas) (Παρίσι 1834 –1917) υπήρξε ζωγράφος, χαράκτης, γλύπτης, φωτογράφος και συλλέκτης από τους σημαντικότερους του 19ου αιώνα. Έλαβε κλασική παιδεία, συμπεριλαμβανομένης της Λατινικής, της Ελληνικής και της αρχαίας ιστορίας, στο Lycée Louis-le-Grand στο Παρίσι. Διδάχθηκε το ακαδημαϊκό ύφος, και το ρόλο της γραμμής, στο στούντιο του Louis Lamothe, ενώ ξεκίνησε με την αντιγραφή ιταλικών αναγεννησιακών έργων ζωγραφικής στο Λούβρο. Μελέτησε ιδιαίτερα την τέχνη της Αναγέννησης στην Ιταλία (1856-59).  Μετά το 1865 ενδιαφέρθηκε για θέματα του θεάτρου, του περιβάλλοντος των ιπποδρομιών και στις σκηνές της παρισινής ζωής. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τον κόσμο του χορού, ως χρονικογράφος της καθημερινής ζωής των χορευτριών, έχοντας πρόσβαση στα παρασκήνια, παρακολουθώντας τις πρόβες,   απεικονίζοντας τις κοπέλες σε μαθήματα χορού, αποδίδοντας  τη ρουτίνα της καθημερινής άσκησης, τους διαδρόμους, την πυρετώδη προετοιμασία, την αναμονή έναρξης της παράστασης, την ανάπαυση. Το ενδιαφέρον του για χορεύτριες μπαλέτου εντάθηκε στη δεκαετία του 1870, δημιουργώντας περίπου 1.500 έργα, σχέδια, παστέλ, γκραβούρες, λάδια, χαρακτικά και γλυπτά σε μπρούντζο και περισσότερες από 600 παραλλαγές στο θέμα της μπαλαρίνας. Τον ενδιέφερε η αλληλεπίδραση του φωτός και της σκιάς, η εντύπωση του χώρου και η αίσθηση τρισδιάστατων μορφών, όπως φαίνονται από τις απροσδόκητες ιδιαίτερες οπτικές γωνίες.  Ασχολήθηκε ιδιαιτέρως με διάφορες τεχνικές χαρακτικής και συνδυασμούς τους και σώζεται μεγάλος αριθμός τυπωμάτων του (ασπρόμαυρες ή έγχρωμες οξυγραφίες, λιθογραφίες, μονοτυπίες). Τα έργα του κινούνται στο κλίμα του ιμπρεσιονισμού (συνεξέθετε με τους ιμπρεσιονιστές από το 1874 έως το 1886) και του ρεαλισμού. Μετά το 1880, μετά από επιδείνωση της όρασής του, στράφηκε κυρίως στη γλυπτική και τα παστέλ. Η «Μικρή Χορεύτρια» 1879–1881, (National Gallery of Art, Ουάσινγκτον) υπήρξε ένα πρωτοποριακό γλυπτό που προκάλεσε τους κριτικούς της εποχής και θεωρήθηκε απειλητικό, τόσο λόγω της θεματικής του, καθώς απέδιδε  μια σύγχρονη κοπέλα της εργατικής τάξης, όσο και λόγω των υλικών που χρησιμοποίησε, ανθρώπινα μαλλιά, μετάξι, κορδέλα, λινό, σχοινί, φελλό, βαμβάκι, μουσελίνα, και μεταξωτό τούλι. Ωστόσο, ο Degas έδωσε σε αυτή την αδύνατη φιγούρα της νεαρής μπαλαρίνας, ταυτόχρονα την αίσθηση μιας ευαισθησίας και μιας υπερηφάνειας.
Εκτενώς έχουν αναλυθεί έργα του που αποδίδουν τον δύσκολο κόσμο του χορού το 19ο αιώνα, την προετοιμασία των χορευτριών παρουσία προνομιούχων θεατών σε πολυτελή δωμάτια στο πίσω μέρος της σκηνής (foyer de la danse). Ιστορικοί της Τέχνης, όπως η Griselda Pollock και η Lorraine Coons έχουν τονίσει πως έργα αυτά λειτουργούσαν σαν ένα είδος κρυφής κάμερας, στην παράδοση του voyeur, της εισβολής του ανδρικού βλέμματος στον ιδιωτικό χώρο γυναικών, οι οποίες αγνοούν ότι γίνονται αντικείμενο παρατήρησης.  Οι άνδρες αστοί επισκέπτονταν την Όπερα Palais Garnier, κατά την παράδοση του flâneur,  όπως περιγράφεται από τον  Charles Baudelaire, στο έργο του “The Painter of Modern Life” (1863), ενώ οι νεαρές κοπέλες, τα «μικρά  ποντίκια», όπως τις αποκαλούσαν στο Παρίσι της εποχής, είχαν εισαχθεί στην ακαδημία μπαλέτου, όταν ήταν ακόμη μικρά παιδιά και οι περισσότερες προέρχονταν από την εργατική τάξη ή από εξαθλιωμένα οικονομικά και κοινωνικά στρώματα, δουλεύοντας για να βοηθήσουν τις οικογένειες τους, εξουθενωτικά έξι ημέρες την εβδομάδα. Ο Ντεγκά ενδιαφέρθηκε να αποδώσει αυτούς τους συσχετισμούς, και σε πολλά έργα του αποτυπώνονται οι σχέσεις εξουσίας, οι ταξικές και έμφυλες ιεραρχίες.
Το έργο της Συλλογής του Τελλογλείου (Μπαλαρίνα, c.1888, Οξυγραφία (eau forte), 17,5×11,5  εκ., Τ.Ι.Τ. 2002.168, Συλλογή Δημ. Τσάμη)  αποδίδει στιγμιότυπο μπαλαρίνας με το χαρακτηριστικό τούλι να δένει τα παπούτσια της (πουέντ). Η ρευστή, ρέουσα, γραμμή, του εξαιρετικού, ευαίσθητου σχεδίου του Ντεγκά, αποδίδει την κίνηση, την ευελιξία, συλλαμβάνει το φευγαλέο, την ταχύτητα, τη φυσικότητα, το ρυθμό, υποστασιοποιεί το ουσιώδες γνώρισμα μιας κίνησης του ανθρώπινου σώματος. 
 
Αναστασία Πάκα
Τμήμα Συλλογών Έργων Τέχνης
Τελλογλείου Ιδρύματος Τεχνών Α.Π.Θ.
 
Μετάβαση στο περιεχόμενο